Η δεινή οικονομική θέση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας, σε συνδυασμό με την πρωτοφανή παγκόσμια κρίση, έχουν συρρικνώσει σε επίπεδο μηδενισμού τις προοπτικές ανάπτυξης των περισσότερων επαγγελματικών και παραγωγικών κλάδων. Αυτό σημαίνει, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να σημαίνει, ότι oφείλουμε να προστατεύσουμε με κάθε τρόπο τους λιγοστούς τομείς της οικονομίας που συνεχίζουν, σε πείσμα των καιρών, να μας προσφέρουν αισιόδοξα μηνύματα. Τομείς στρατηγικούς, όπως η ναυτιλία και ο τουρισμός.
Αντί της αυτονόητης προστασίας, όμως, τους τελευταίους μήνες γινόμαστε μάρτυρες κυβερνητικών πρωτοβουλιών που αντιστρατεύονται την κοινή λογική. Πρωτοβουλιών ακατανόητων, όπως η κατάργηση (για 2η φορά μέσα σε 1,5 χρόνο!) του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και μια σειρά αποφάσεων που πλήττουν την δυναμική του τουρισμού, ξεκινώντας από την κατάργηση του Υπουργείου Τουρισμού και καταλήγοντας, πρόσφατα, στην μετάταξη (με τρόπο και εύρος ισχύος που ακόμα βρίσκονται υπό συζήτηση!) των ειδών εστίασης στον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ του 23%, αντί του 13% που ισχύει ως το τέλος Αυγούστου και του 9% που ίσχυε το 2009.
Έχουμε ήδη αναφερθεί εκτενώς στις δυσλειτουργίες και στα προβλήματα που δημιουργούν οι πρωτοβουλίες αυτές, τόσο σε άρθρα στον αθηναϊκό τύπο, όσο και σε άλλου τύπου δράσεις (π.χ. σε παραστάσεις προς τους αρμόδιους υπουργούς). Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στην ιστοσελίδα του γράφοντος (www.spyridon.gr) για περισσότερες λεπτομέρειες. Λόγω και της περιόδου, όμως, έχει σημασία να δούμε πώς επηρεάζεται, ειδικότερα, ο τουρισμός, από μέτρα όπως αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Κατ’ αρχάς, είναι αυτονόητο ότι η μείωση του συνολικού κόστους των διακοπών, του λεγόμενου «τουριστικού πακέτου», συνιστά πόλο έλξης για τους επισκέπτες μιας χώρας. Σημαντικό μερίδιο στο κόστος αυτό έχουν, προφανώς, οι τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων και τα έξοδα διαμονής.
Ως προς τα εισιτήρια, ανήκω σε αυτούς που μάχονται επί σειρά ετών για την εύρεση ενός τρόπου διευκόλυνσης της προσέλκυσης στην Αττική, τον Αργοσαρωνικό και την ευρύτερη περιοχή, πτήσεων χαμηλού κόστους, πράγμα που, όπως δείχνουν οι στατιστικές, δεν μπορεί να επιτευχθεί με τις μονοπωλιακές τιμές του «Ελευθέριος Βενιζέλος». (Ως ένδειξη μόνο αναφέρεται ότι όλα τα ελληνικά αεροδρόμια φέτος έχουν σημειώσει αύξηση αφίξεων έως και 28% και μόνο το «Βενιζέλος» καταγράφει μείωση περίπου 3%.)
Έχουμε λοιπόν προτείνει, μετά από σχετικές μελέτες, την επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας με την γερμανική διαχειρίστρια εταιρεία του αεροδρομίου, με στόχο την μείωση των τελών και των φόρων. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με την κατασκευή ειδικού τερματικού σταθμού για τις χαμηλότερου κόστους πτήσεις, ή με την παράλληλη λειτουργία δεύτερου αεροδρομίου σε άλλο σημείο της Αττικής (π.χ. στην Ελευσίνα), μόνο για οικονομικές (low cost) πτήσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι υπάρχουν ήδη διαβεβαιώσεις από αεροπορικές εταιρείες για μεγάλη αύξηση του αριθμού των αφίξεων εάν μειωθεί το κόστος χρήσης του αεροδρομίου – για παράδειγμα, μόνο η easyJet εκτιμά ότι θα φέρνει στην Αθήνα 1.000.000 περισσότερους επισκέπτες τον χρόνο, σε μια τέτοια περίπτωση.
Αντί, όμως, να προχωρήσουμε σε δράσεις που θα μειώσουν, το ταχύτερο δυνατόν, το κόστος του τουριστικού πακέτου, αυξάνουμε αδικαιολόγητα, στα όρια του παραλογισμού θα έλεγα, τις δαπάνες διαμονής των τουριστών στην Ελλάδα, με την μετάταξη των ειδών εστίασης από ποσοστό ΦΠΑ 9% το 2009 και 13% σήμερα, σε 23% από τον Σεπτέμβριο. Με τον τρόπο αυτό ακυρώνονται στην πράξη οι προσπάθειες των επιχειρήσεων του κλάδου να προσφέρουν ελκυστικότερες τιμές (π.χ. μέσω φθηνότερων χρεώσεων στα δωμάτια των ξενοδοχείων).
Πλήττονται, επίσης, σε σημαντικό βαθμό, οι προσπάθειες προσέλκυσης τουριστών που, μετά τα πρόσφατα γεγονότα στις μεσογειακές ακτές της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, αξιολογούν την χώρα μας ως εναλλακτικό προορισμό. Το δικό μας 23% ισοδυναμεί, επίσης, με παραίτηση από το προνομιακό καθεστώς μειωμένου ΦΠΑ για την εστίαση που είχαμε εξασφαλίσει με την ένταξή μας στην ΕΟΚ το 1981 και καθιστά ελκυστικότερες γειτονικές χώρες όπως η Τουρκία, η οποία έχει αντίστοιχο φόρο μόλις 8%.
Η μεγάλη αύξηση των τιμών στην εστίαση πλήττει φυσικά και τον Έλληνα πολίτη, όχι μόνο κατά την τουριστική περίοδο, αλλά και στην καθημερινότητά του, αφού εκτινάσσει το κόστος απόκτησης βασικών ειδών διατροφής. Επιπλέον, όπως έχει δείξει η προηγούμενη εμπειρία, είναι βέβαιο ότι δεν θα προσφέρει τίποτα στα οικονομικά του κράτους, αφού η ακρίβεια οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης, αλλά και σε μεγαλύτερη φοροδιαφυγή, την οποία προφανώς δεν θα συλλάβει ο αδύναμος μηχανισμός είσπραξης.
Πρόκειται, δηλαδή, για ένα εντελώς λανθασμένο και άστοχο μέτρο, γεγονός που αναγνωρίζει και το Υπουργείο Οικονομικών, το οποίο λέει τώρα ότι θα ισχύσει «για λίγο» και μετά θα καταργηθεί. Ακόμα και έτσι, όμως, η ζημιά θα έχει γίνει και φοβάμαι ότι δεν θα είναι μικρή.
Προφανώς, την κατάσταση δεν διασώζουν οι πρόσφατες παλινωδίες της κυβέρνησης, οι οποίες τελικά δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση… Θα ισχύει μόνο για τους Έλληνες πολίτες το 23% στην εστίαση; Θα παραμείνει το 13% για τους ξένους τουρίστες; Θα προσφέρεται, μήπως, το 13% μόνο σε αυτούς που αγοράζουν τα λεγόμενα «τουριστικά πακέτα», πράγμα που σημαίνει ότι όλοι οι υπόλοιποι, δηλαδή και πολλοί ξένοι επισκέπτες, θα υποστούν την υπερχρέωση του 23%; Η διάκριση αυτή θα είναι καθολική, ή θα υπάρχουν «υποπεριπτώσεις», όπως οι διάφορες που φημολογούνται; Και τέλος πάντων, περιμένουμε να μας πάρει κανείς στα σοβαρά με τέτοιου είδους κινήσεις «μπρος-πίσω»;
Αυτό που χρειάζεται η ελληνική οικονομία είναι τολμηρές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, αντί για αποτυχημένα μέτρα καθαρά εισπρακτικού χαρακτήρα, τα οποία μάλιστα φέρνουν αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Στο σημείο που βρισκόμαστε, η πατρίδα μας δεν μπορεί να αντέξει άλλες πολιτικές που αντιστρατεύονται την κοινή λογική. Μπορεί η σημερινή κυβέρνηση να το αντιληφθεί αυτό; Δυστυχώς, μέχρι στιγμής όλα δείχνουν πως όχι.