Όπως προκύπτει από τα τελευταία στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που αφορούν την εξέλιξη των δημογραφικών μεγεθών, ο ελληνικός πληθυσμός φθίνει δραματικά. Ειδικότερα, οι γεννήσεις στην Ελλάδα κατέγραψαν μείωση το 2017 σε σχέση με το 2016 κατά 4,7% (88.553 έναντι 92.898). Από την άλλη, οι θάνατοι αυξήθηκαν κατά 4,8% για το ίδιο διάστημα (124.501 έναντι 118.792). Τα δημογραφικά στοιχεία δείχνουν μια κοινωνία που γερνάει, αφού το ποσοστό των ατόμων ηλικίας άνω των 60 ή 65 ετών είναι υψηλότερο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
Παρόλο που το δημογραφικό πρόβλημα έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του ’80, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σημαντικά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Οι ευέλικτες μορφές εργασίας, οι πενιχροί μισθοί, και οι κακές εργασιακές συνθήκες μεγεθύνουν το πρόβλημα, καθώς ολοένα και περισσότεροι νέοι είναι διστακτικοί στο να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια. Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν πέρα από το διαρκή φόβο της ανεργίας, η γέννηση και η ανατροφή ενός παιδιού παρουσιάζει ένα δυσβάσταχτο κόστος για το νέο ζευγάρι όταν μάλιστα το κοινωνικό κράτος ουσιαστικά απουσιάζει;
Τι κινδύνους, όμως, εγκυμονεί η μείωση του πληθυσμού;
Το δημογραφικό πρόβλημα αποτελεί μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του ασφαλιστικού συστήματος και της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Μάλιστα, οι προβλέψεις για την εξέλιξη του πληθυσμού τα επόμενα χρόνια μόνο ευοίωνες δε φαίνονται να είναι.
Το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων έχει σοβαρές συνέπειες σε εθνικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Είναι δύσκολο να διατηρηθεί η εύρυθμη λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων όταν κάθε κλάση στρατευσίμων είναι μικρότερη από την προηγούμενη. Ταυτόχρονα, σε επίπεδο απασχόλησης, θα υπάρξει περαιτέρω μείωση του εργατικού δυναμικού και της παραγωγικότητας, ενώ το πολύπαθο ασφαλιστικό σύστημα δε θα μπορέσει τελικά να ορθοποδήσει. Ακόμη, είναι λογικό να υπάρξει χαλάρωση στο θεσμό της οικογένειας.
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε ο ανεξάρτητος μη-κερδοσκοπικός ερευνητικός οργανισμός «διαΝΕΟσις», το 2050 ο ελληνικός πληθυσμός αναμένεται να μειωθεί από 800 χιλιάδες (αισιόδοξο σενάριο) έως 2,5 εκατομμύρια (απαισιόδοξο σενάριο). Επιπλέον, η μέση ηλικία από τα 44 έτη που είναι σήμερα θα αυξηθεί κατά 5 με 8 έτη. Ενώ οι πολίτες που έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν, δηλαδή ο δυνάμει οικονομικά ενεργός πληθυσμός (άτομα ηλικίας 20-69 ετών), θα ελαττωθεί σημαντικά, αφού από τα περίπου 7 εκατομμύρια που είναι σήμερα θα προσεγγίσει έως το 2050 τα 4,8 με 5,5 εκατομμύρια.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι το τι μέτρα θα πρέπει να λάβει αυτή ή η επόμενη Κυβέρνηση στους κρίσιμους τομείς του Ασφαλιστικού, της Άμυνας, και της Υγείας ώστε να αντιμετωπιστούν ορθολογικά τα σημαντικά θέματα που θα προκύψουν. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι θεμιτό να εφαρμόζουμε καλές πρακτικές άλλων χωρών που εμφανίζουν αντίστοιχα προβλήματα, τόσο σε σχέση με πολιτικές ενθάρρυνσης για τεκνοποίηση όσο και σε σχέση με την αντιμετώπιση προβλημάτων που θα προκύψουν απο την γήρανση του πληθυσμού.
Για παράδειγμα, η Γερμανία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και κάποιες ασιατικές χώρες με σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα, έχουν θεσμοθετήσει ένα άκρως αποτελεσματικό κοινωνικό και νομικό σύστημα που προστατεύει τους ηλικιωμένους από διάφορους κινδύνους με τους οποίους έρχονται αντιμέτωποι λόγω της προχωρημένης ηλικίας (π.χ. άνοια, οικονομική εκμετάλλευση, κακοποίηση κτλ.).
Αυτό όμως που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται πλέον με την πλάτη στον τοίχο και απαιτούνται δομικές αλλαγές στο οικονομικό της μοντέλο. Για να αντιμετωπίσουμε ή να μετριάσουμε το πρόβλημα χρειάζονται ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, άμεση αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και προσέλκυση νέων ξένων επενδύσεων. Για παράδειγμα, οσο αφορά την επίλυση του ασφαλιστικού συστήματος είναι προτιμότερο να υιοθετηθεί ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα στα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Προφανώς υπάρχουν αρκετές προτάσεις με τις οποίες μπορεί να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε. Το βέβαιο όμως είναι ότι η λύση των ευκαιριακών επιδομάτων δεν οδηγεί πουθενά.
*Το παραπάνω άρθρο του Σ.Σπυρίδων δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Κοινωνική»